τουνγκστένιο

τουνγκστένιο
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία τού χημικού στοιχείου βολφράμιο, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη Γαλλία, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tungstene < σουηδ. tungsten < σουηδ. tung «βαρύς» + sten «πέτρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… …   Dictionary of Greek

  • τουνγκστενίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού βολφραμίου με σκούρο χαλυβδότεφρο χρώμα, αλλ. βολφραμίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tungstenite < tungsten (βλ. τουνγκστένιο) + κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

  • Βαλιέχο, Σέσαρ — (César Vallejo, Σαντιάγο ντε Τσούκο, Περού 1895 – Παρίσι 1938). Περουβιανός ποιητής και πεζογράφος. Μιγάς και από φτωχή οικογένεια, υπέστη πολιτικές διώξεις στην πατρίδα του, υπέφερε από τη φτώχεια και τις φυλακίσεις και στο τέλος αναγκάστηκε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”