- τουνγκστένιο
- το, Νχημ. άλλη ονομασία τού χημικού στοιχείου βολφράμιο, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη Γαλλία, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tungstene < σουηδ. tungsten < σουηδ. tung «βαρύς» + sten «πέτρα»].
Dictionary of Greek. 2013.